Cei cinci Mitropoliti sunt: Andreas de Konitza, Pavlos de Glifada, Serafim de Kithiron, Kosma al Etoliei si Ieremia al Gortinei.
Aici este intregul text in limba greaca. Textul urmeaza a fi adoptat si discutat in Sinodul Ierarhiei Bisericii Eladei:
Iata si traducerea referintei la IPS Nifon al Targovistei:
Dureroasă a fost și prezența ortodoxă la Adunarea de la Busan prin cuvântarea Înaltpreasfințitului Arhiepiscop al Târgoviștei, domnul Nifon, reprezentant al Bisericii Romaniei, care a constatat ca unitatea Bisericii a fost pierdutâ și ca Biserica existenta, fiind divizată, este si sacramental incompletă, și că nu știm care grupare crestină este urmașă a Bisericii Vechi de la Ierusalim, si că toți oamenii sunt frati in Hristos, și ca Botezul creștin nu este altceva decat un grad sacramental mai înalt, in familia spirituală a umanitații.
Inaltpreasfințitul domn Nifon a tăcut si a tăinuit faptul că se alterează eclesiologia ortodoxă in “Consiliul Mondial al Bisericilor” pretextând ca in CMB “se apară valorile noastre morale tradiționale” cum ar fi “valorile familiei creștine”.
———————————————————————
Sfantul Ciprian (sec III ) subliniaza Unitatea Bisericii in episcopi, in Sfanta Euharistie si in ortodoxia credintei. Spune Sfantul Parinte: “Dumnezeu, Unul Este, Hristos unul este si Biserica Una este, credinta una este, si turma de credinciosi, una este, lipita prin conglasuire in puternica unire a Trupului”Liber de Unitate Ecclesiæ 23, PL 4, 517B: «Deus unus est, et Christus unus, et una Ecclesia ejus, et fides una, et plebs una in solidam corporis unitatem concordiæ glutino copulata».
Eclesiologia Sfantului Ciprian este, asa cum spune ssi profesorul Fidas, acceptata de constiinta Bisericii,ortodoxa.
Υπόμνημα πέντε Μητροπολιτών κατά των αποφάσεων του Π.Σ.Ε. εν Πουσάν
Υπόμνημα πέντε Μητροπολιτών κατά των αποφάσεων του Π.Σ.Ε. εν Πουσάν
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡΥΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀριθ. Πρωτ. 28
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 30ῇ Ἀπριλίου 2014
Πρός τήν
Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑΙ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Οἱ ὑπογραφόμενοι συνεπίσκοποι ὑμῶν ἐν τῇ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος μετά τά διαδραματισθέντα, τόν παρελθόντα μῆνα Νοέμβριον σ.ἔ. 2013, εἰς τό Πουσάν (Busan) τῆς Δημοκρατίας τῆς Νοτίου Κορέας, εἰς τό πλαίσιον ἐργασίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί τοῦ κατ’ αὐτό θεολογικοῦ διαλόγου μετά τῶν ποικίλης φύσεως προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν – Μονοθελητῶν, προαγόμεθα βαθυσεβάστως, νά καταθέσωμεν τῇ Σεπτῇ Ἀνωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ τήν διαμαρτυρίαν μας διά τήν ἔκβασιν τῆς συνελεύσεως, ὡς δείκνυται κατωτέρω.
Τάς ἀπαραδέκτους ἐκκλησιολογικάς θέσεις τάς διατυπωθείσας ὑπό τῆς 10ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ἐκθέτομεν συνοπτικῶς ἐν τοῖς ἐφεξῆς, ὑπό τό πρῖσμα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Αὗται καταφαίνονται ἔτι χείρονες, ληφθέντος ὑπ᾽ ὄψιν τοῦ ἐπισήμως κατωχυρωμένου δικαιώματος πάσης «ἐκκλησίας-μέλους» τοῦ Π.Σ.Ε. νά διατηρῇ ἀπαραβίαστον καί ἐκπεφρασμένην τήν ἰδίαν ἐκκλησιολογικήν αὐτοσυνειδησίαν, κατά τούς ἐπισυναπτομένους κανονισμούς τοῦ Π.Σ.Ε. (βλ. συνημμένον Β΄, σ. 6).
Ἡ δικαιολογία ὅτι τά κείμενα τῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι ad referendum καί δέν δηλώνουν τήν de facto ἀποδοχήν των ὑπό τῶν «ἐκκλησιῶν-μελῶν», δέν ἐξηγεῖ τήν ἀπραξίαν τῶν Ὀρθοδόξων ἐκεῖ ἀντιπροσώπων. Οὔτε ἡ πρόφασις ὅτι «δέν ὑπεγράφησαν» ἔχει ἀντίκρυσμα, καθ΄ ὅσον ἡ συναίνεσις εἰς τά ἀποφασιζόμενα εἰς τό Π.Σ.Ε. δέν δηλοῦται πλέον δι΄ ὑπογραφῆς, ἀλλά δι΄ εἰδικῶν καρτῶν (“indicator cards”). Κατά ταῦτα, ἡ ἀτελέσφορος συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων βλάπτει τόσον τούς ἑτεροδόξους, τρέφουσα τήν αὐτῶν παντελῆ ἐκκλησιολογικήν καί λοιπήν σύγχυσιν, ὅσον καί τούς ὁμοδόξους, ἀποκρύπτουσα ἤ ἀλλοιοῦσα πλέον, τάς ὑποθήκας τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων σαφῶς ἐκτεθείσης ἐκκλησιολογικῆς διδασκαλίας καί ἱεροκανονικῆς ἡμῶν παραδόσεως περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἑτερόδοξοι βλάπτονται καί θά βλαβοῦν ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δέν ὑποψιάζονται οὔτε καί δύνανται νά διακριβώσουν ἐάν τό κείμενον εἶναι μόνον ad referendum ἤ ὄχι.
Τά ἐπισυνημμένα ἔγγραφα
Εἰς τήν παροῦσαν ἐπιστολήν ἐπισυνάπτομεν μεθ᾽ ἑλληνικῆς μεταφράσεως τόσον τό κείμενον«Δήλωσις Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν (συνημμένον Α΄), ὅσον καί τό τμῆμα τῶν Κανονισμῶν τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ Π.Σ.Ε. (συνημμένον Β΄), ἔνθα ἀποδεικνύεται τό δικαίωμα οἱωνδήποτε ἀντιπροσώπων, νά ἐκφέρουν ἐπί θεμάτων ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας εἰς τήν τηρουμένην διαδικασίαν ἐντελῶς ἀνεπηρέαστον γνώμην καί νά ἀναφέρωνται ἀπ’ εὐθείας εἰς τάς «ἐκκλησίας» των (Rules XX.6.d, σελ. 6). Ἐπίσης συνάπτομεν (συνημμένον Γ΄) τούς ἐμφορουμένους ὑπό πάνυ ἑτεροδόξου ἐκκλησιολογικῆς σκέψεως λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, ἐν τῇ λήξει τῆς κατά Πουσάν συνάξεως. Τό τελευταῖον συνημμένον (Δ΄) ἐπιβεβαιοῖ τήν ἔναρξιν διαμορφώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν ἤδη τόν Σεπτέμβριον τοῦ ἔτους 2012, ὅτε συνῆλθεν ἡ Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης εἰς τό Κολυμπάρι.
Ἡ πρό τεσσάρων ἐτῶν καί ἐπί παρομοίᾳ ἀφορμῇ ἐκδοθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (15-10-2009), διαπιστοῦσα τήν ἀνάγκην «περαιτέρω, πληρεστέρας ἐνημερώσεως» τῆς Ι.Σ.Ι., ρητῶς ἀπεφαίνετο, ὅτι «ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαμβάνῃ γνῶσιν ὅλων τῶν φάσεων τῶν Διαλόγων», ὅτι «ὁ Διάλογος πρέπει νά συνεχισθῇ, μέσα ὅμως εἰς τά ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια» καί ὅτι «οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τόν συγκεκριμένον διάλογον ἔχουν σαφῆ γνῶσιν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τάς γνώσεις καί τάς δυνάμεις των πρός τόν σκοπόν “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως” “ἐν ἀληθείᾳ”» [1]. Τό ἑτερόδοξον κείμενον τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν, προητοιμάζετο, ἄνευ οὐδεμιᾶς συνοδικῆς διαγνώμης τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς εἴθισται, εἰς τήν Ἀκαδημίαν τῆς Κρήτης (εἰς Κολυμπάρι) ἤδη ἀπό τοῦ φθινοπώρου τοῦ ἔτους 2012 [2], καί ἔλαβε δι΄ ὁμοφωνίας τήν ἔγκρισιν τῆς ὁλομελείας τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τάς 8 Νοεμβρίου τοῦ παρελθόντος ἔτους ἐν Πουσάν. Οὕτω, τό ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος», κυκλοφορεῖται ἤδη πανταχοῦ, ἐλλείψει ἐκπεφρασμένης καί ἐπισήμου ὀρθοδόξου διαφοροποιήσεως, ὡς κοινή ὁμολογία τῶν μελῶν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί, δυστυχῶς, καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αἱ ἐκκλησιολογικαί πλάναι τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν
Τό ἐν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Unity Statement) τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπιτίθεται κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενον (α) ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετά τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νά μετανοήσῃ διά τήν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν [3], (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δέν διέπεται παρά ταῦτα ἀναγκαίως ὑπό δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καί ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ ἐποχῇ [4], (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καί προσδοκᾶται ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας[5], (δ) ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ, ἀλλ΄ ἀπόκειται εἰς ἡμᾶς τό καθῆκον τοῦτο [6], (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά ἐμπλουτισθῇ καί ὠφεληθῇ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων [7], (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἄν δέν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τήν χριστιανικήν ἑνότητα πρός ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας [8], (ζ) τήν πονηράν ἀσάφειαν, ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος [9], (η) ὅτι πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν [10] καί (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετά τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς κτίσεως [11].
Πέραν τούτων, τό κείμενον (ι) ἔχει καί σαφῆ μή χριστιανικόν οἰκολογικόν προσανατολισμόν, ὁμιλοῦν περί ἀναμονῆς ἐγκοσμίου ἀνακαινισμοῦ τῆς κτίσεως καί ἐπιγείου εὐημερίας αὐτῆς καί τῆς ἀνθρωπότητος καί περί τῆς πρός τοῦτο ἀνθρωπίνης εὐθύνης [12], ποιεῖται δέ λόγον (ια) καί περί συνεργασίας τῶν χριστιανῶν καί μεθ΄ ἑτεροθρήσκων ἤ ἀθρήσκων ὑπέρ τῆς ἐπιγείου ταύτης εὐημερίας [13]! «Οὐδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ὅτι τό κείμενον χρησιμοποιεῖ καί τόν πασίγνωστον ἀποκρυφιστικόν ὅρον «ὁλιστικός» ἐκ τοῦ μονισμοῦ, διά νά χαρακτηρίσῃ τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας (“holistic mission-evangelism” [14]). Ὑπονοούμενα ἀφίνει τό κείμενον καί ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς «περιθωριακῶν» τρόπων ζωῆς, ἄνευ διευκρινήσεων περί ἁμαρτίας καί μετανοίας, ἡ τελική στόχευσις τῶν ὁποίων δέον νά συνεκτιμηθῇ μετά τῆς γενικωτέρας θετικῆς στάσεως τῆς Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν ἔναντι τῆς ὁμοφυλοφιλίας [15].
Ἡ δήλωσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος
Θλιβερά ἐπίσημος κατακλείς τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας εἰς τήν ἐν λόγῳ Συνέλευσιν τοῦ Πουσάν, ὑπῆρξεν ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (συνημμένον Γ΄), ὁ ὁποῖος διεπίστωσεν, (1) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθῇ, ἡ δέ τώρα ὑφισταμένη Ἐκκλησία, καθότι τεμαχισθεῖσα, εἶναι καί μυστηριακῶς ἐλλιπής [16], (2) ὅτι δέν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς εἶναι ἡ διάδοχος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων [17] καί (3) ὅτι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τό δέ χριστιανικόν Βάπτισμα ἀποτελεῖ μόνον μίαν ἀνωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εἰς τήν ἤδη ὑφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν τῆς ἀνθρωπότητος [18]. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) ἀπεσιώπησε καί ἀπέκρυψεν ὅτι διαστρέφεται ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τείνων ὡς προπέτασμα τήν ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπεράσπισιν τῶν «παραδοσιακῶν ἠθικῶν μας ἀξιῶν», ὡς λ.χ. τῆς «ὑπερτάτης ἀξίας τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας» [19].
Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καί τοῦ Πουσάν
Ὁ ἅγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ· γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος» [20]. Ἀλλ’ ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ΄ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως(Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Stephani) [21]! Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας (“extra Ecclesiam nulla salus”) εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ΄ ἐξοχήν καί κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τῶν τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν [22], καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν [23]!
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ἀλάθητος, δέν δύναται νά σφάλῃ
Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖον τό κείμενον τῆς ἐν Πουσάν «Δηλώσεως Ἑνότητος»ἀρνεῖται – καθόσον καλεῖ καί τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς μετάνοιαν καί διαπιστοῖ δῆθεν πρόοδον εἰς τήν κατανόησιν τοῦ θείου θελήματος – εἶναι ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς κήρυγμα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς «στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 3, 15), ἀλλά καί Διορθοδόξων Συνόδων Πατριαρχῶν τῆς β΄ χιλιετίας, αἱ ὁποῖαι ἀμυνόμεναι κατά τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν διακηρύσσουν ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία «ἀδύνατον ὅλως σφαλῆναι, ὡς πλουτοῦσα διδάσκαλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» [24], ἄλλοτε δέ τό «ἐπί πᾶσι δόγμασί τε καί διδάγμασιν … ἀσφαλῶς πιστευόμενον, τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἄνωθεν ἀεί ὀρθοδοξίᾳ διαπρέψασαν καί εἰς τό διηνεκές διαλάμπουσαν … μήτε ποτέ πεπλανῆσθαι, μήτε ποτέ πλανηθήσεσθαι, ἀλλ’ ἀεί ἀσφαλῶς ἑστηκέναι, ἐρειδομένην ἐπί πέτρας ἀσφαλοῦς τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως» [25]. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λοιπόν «ἡ μόνη ἀληθινή θρησκεία, ἡ μόνη θεάρεστος λατρεία, καί ἡ μόνη σωτήριος ὁδός καί τήν κρατοῦμεν ἀπαραμείωτον, ἀπαραχάρακτον καί ἀπαράλλακτον» [26]. Μετά τούτων, διακηρύσσουν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν δέν παρεσάλευσε τήν καθολικότητα καί «ἀρτιμέλειαν» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄν καί «πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη» παρά ταῦτα «τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ρηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος (…). Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσι νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος καί ἀκλόνητος» [27].
Συνεπῶς, ἐντελῶς ἀνεπέρειστος καί ἀπομειωτική τῆς Ἐκκλησίας ἐξελέγχεται ἡ δηλουμένη εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν ἀνάγκη μετανοίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας διά δῆθεν λάθη της.
Ἡ μετάνοια ἁρμόζει εἰς μόνους τούς αἱρετικούς
Τό κείμενον τοῦ Πουσάν, περαιτέρω, μᾶς καλεῖ καί εἰς μετάνοιαν διά τήν ὑφισταμένην διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀλλ ἡ μετάνοια ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, παρά τόν ἀποστολικόν λόγον, ἀπεστάτησαν τῆς ἑνοποιοῦ (Α΄ Κορ. 11, 16) ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καί κατέστησαν αἱρετικοί, ἐπειδή «ὁ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα ὅστις ἄν ᾖ» (Γαλ. 5, 10). Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τούς Ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τούς ἑτερόφρονας ἐκ τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος … ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ» [28], διά νά διασώσουν τήν ἀποστολικήν Πίστιν. Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφων κατά τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὅτι «πρέπει νά χαίρωμεν, ὅταν τοιοῦτοι ἀποκόπτωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τάς περιστεράς καί τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀγρίας καί δηλητηριώδους αὐτῶν λύμης» [29]. Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, ὅτι ἀπηλείφθησαν ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τά κατά τῶν αἱρετικῶν ἀναθέματα; Πρέπει τώρα νά διαψεύσωμεν, καί ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι «ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστις τῶν Πατέρων, ἡ Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων», ἐφ’ ὅσον, κατά τούς Προτεστάντας τοῦ Πουσάν, ἡἘκκλησία ἔχει ἀνάγκην μετανοίας καί προοδεύει εἰς κατανόησιν;
Ἡ ἑνότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας
Ἡ συνήθης εἰς τό Π.Σ.Ε., ἤδη ἀπό τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἐπίκλησις τῆς διαφορετικότητος τῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἡ ἀντίληψις περί πίστεως ὡς μεταβαλλομένης καί προοδευτικῆς κατανοήσεως ἔχει ἐπιστρατευθῇ καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν διά νάδικαιολογήσῃ τήν δῆθεν «ἀοράτως ἡνωμένην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ φράσις τοῦ κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ὥστε νά ἐπιφέρει τήν διαίρεσιν», διαστρέφει τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν ἐκκλησιολογίαν· διότι μόνον ἡ ποικιλία τῶν ἐθῶν εἶναι ἀκατηγόρητος, κατά τόν Μέγαν Φώτιον καί ἄλλους ἁγίουςΠατέρας [30], ὄχι ὅμως καί τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα εἶναι κοινά καθ΄ ὅλην τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος [31], Εἰρηναῖος [32] καί πλεῖστοι ἄλλοι μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς δογματικῆς ὁμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί συνέχεια τῆς Ἀποστολικῆς Κοινότητος, διακρατεῖ «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5). Ἡ ἀποχώρησις τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν δέν δύναται νά βλάψῃ τήν Ἐκκλησίαν· ὡς τό θέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη, καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον»[33]. Διαβάθμισις καί διαφοροποίησις πίστεως ὑφίσταται μόνον κατά τό μέτρον τῆς προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης («πίστεως») εἰς Χριστόν καί ὄχι ὡς πρός τό συμπαγές σύνολον τῶν εὐαγγελικῶνκαί πατροπαραδότων δογμάτων [34].
Ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης, καθαρῶς προτεσταντικόν δόγμα
Ἡ ἀναφορά τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν εἰς τήν προσδοκωμένην ἐπίτευξιν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὑπεμφαίνει ὅτι ἤδη ὑφίσταται ἀόρατος ἑνότης τῆς δῆθεν Μιᾶς «πολυ-δογματικῆς» Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδηλοῦτο καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, τό ὁποῖον ἀποκρούεται ἔκπαλαι ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων· ἡ ἐνΚωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672 ταυτίζει τήν Μίαν Ἐκκλησίαν μετά τῆς ἀλαθήτου καί ὁρατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας … Ἔσεται δέ καί ἀεί ὁρατή, διά τό μηδέποτε τούς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐπειδήπερ πάντες μέν οὐ κοιμηθήσονται, πάντες ὅμως ἀλλαγήσονται, ὅπερ ὁ Ἀπόστολος περί τῶν πιστῶν τόν λόγον ποιούμενος εἴρηκε. Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τό ὁρατόν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν» [35]. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς δηλοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, καθώς ἐντοπίζεται τοπικῶς (Α΄ Τιμ. 3, 15) καί εἶναι γνωστή ἡ αὔξησις τῶν μελῶν της (Πράξ. 2, 47). Ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου περί τῆς «πόλεως τῆς ἐπάνω ὄρους κειμένης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως δέν εἶναι ἀόρατος, ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησίαν [36].
Ἡ χριστολογική ἀσέβεια περί τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν»
Προσέτι, τό προβαλλόμενον τόσον εἰς τόν μετά τῶν Παπικῶν Διάλογον ὅσον καί εἰς τό Π.Σ.Ε. καί ἐν Πουσάν ἐπιχείρημα περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11.21-23),καταλήγει εἰς ἐσχάτην χριστολογικήν ἀσέβειαν· διότι ἐφ΄ ὅσον πράγματι ἡ ἑνότης τῶν πιστευόντων ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατί – κατά τούς ἰσχυρισμούς τοῦΟἰκουμενισμοῦ – δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ; Λόγῳ ἀδυναμίας τῆς θείας θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἀσεβές; Λόγῳ νεστοριανικῆς διακρίσεως τῆς δῆθεν γνωμικῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τῆςθελήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ὅμως, ὁ διφυής Θεάνθρωπος ἔχει «δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία … ἀλλ΄ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον,μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» [37]. Ἄρα, εἶναι ἡ θεία θέλησίς Του, ἔχουσα ὑπήκοον εἰς αὐτήν τήν τεθεωμένην ἀνθρωπίνην, αὐτή ἡ ὁποία ἐξεφράσθη διά τῆς ἀνθρωπίνης Του φωνῆς εἰς τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν. Αὐτή ἔχει σύνδρομον τήν Παντοδυναμίαν Του καί ἐνεργεῖ ἀκωλύτως εἰς ὅσους ὑποτάσσονται ἐθελουσίως εἰς τόν Χριστόν. Διά τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁΧρυσόστομος, ὅτι τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῇ ἐν τῇ Ἐκκλησία διά τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως, παρά τήν λόγῳ ραθυμίας ἀποστασίαν τῶν αἱρετικῶν: «Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό; φησι. Καί σφόδρα ἤνυσεν· ἅπαντες γάρ οἱ διά τῶν Ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν· οὐδέ γάρ τοῦτο αὐτόν παρέλαθεν, ἀλλά καί αὐτό προεῖπε, καί ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ραθυμίας ὄν» [38]. Ἡ βλάσφημος συνήθης χρῆσις τοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» ὡς χρονίως ἀνενεργοῦ, ὑποδηλοῖ ὅτι ὁ Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός εἰρήνης καί ὄχι ἀκαταστασίας (Α΄ Κορ. 14, 33), ἔχων ἑνοποιητικήν ἐνέργειαν («εἰς γάρ ἑνότηταπάντας ἐκάλεσε» [39]), δέν ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Ἑπομένως, τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ λοιποί Οἰκουμενισταί εὐαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά τήν ἕνωσιν τῶν διεστώτων!
Ἡ οἰκολογική παρέκκλισις τοῦ Π.Σ.Ε.
Αἱ ἀναφοραί τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν εἰς τήν φροντίδα καί εὐημερίαν τῆς κτίσεως ὡς μέσου καί τέλους τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὑποκρύπτουν ἕνα οἰκολογικόν χιλιασμόν. Προφανῶς ἀγνοεῖται ἡ δήλωσις τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ἡ «ἀποκαραδοκία» τῆς «συστεναζούσης κτίσεως», ἡ προσμονή τῆς ἀφθαρσίας, ἀποβλέπει εἰς τήν αἰωνιότητα, εἰς «τήν ἐλευθερίαν τῆςδόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅταν θά ὑπάρξῃ ἐλευθερία ἐκ τῆς φθορᾶς, κατά «τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» [40]. Τό Π.Σ.Ε. θεμελιοῖ νέαν ἐπίγειον ἀποκαραδοκίαν καί νέανἐσχατολογίαν. Ὡσανεί ἀγνοοῦντες τήν ἀρχέγονον πτῶσιν τῆς ἀνθρωπότητος οἱ συντάκται τῆς «Δηλώσεως» προτίθενται νά μᾶς στρέψουν εἰς τήν προπτωτικήν ἐντολήν τοῦ ἀκόπως «ἐργάζεσθαικαί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ἀποσιωπῶντες τό εὐαγγελικόν κήρυγμα τῆς μετανοίας ἐκ τῆς ποικιλομόρφου ἁμαρτίας καί ἀποστασίας καί τήν προσμονήν τῶν οὐρανίων, ὡς καί τό δόγμα ὅτι διά τούς Χριστιανούς «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) καί ὄχι εἰς ἐπιγείους παραδείσους. Ἡ κτίσις ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς φανερώσεως τῆς ἀϊδίου δυνάμεως καί θειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς ἀγαθοποιΐας Του [41] καί δέν ἀποτελεῖ ἀγαθόν καθ΄ ἑαυτήν. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται πρωτίστως ὄχι διά τά ἄλογα καί ἄψυχα κτίσματα, ἀλλά διά τόν λογικόν καί δραματικῶς ἀθάνατον ἄνθρωπον: «Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἤ δι΄ ἡμᾶς πάντως λέγει;» (Α΄ Κορ. 9, 9.10)
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Ἡ πρέπουσα μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιολογίας μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπετυπώθη ἱκανοποιητικῶς εἰς τήν τελευταίαν διακριτήν ἐκκλησιολογικήν δήλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τό ἔτος 1961 εἰς Νέον Δελχί, διά τῆς γραφίδος τῶν μακαριστῶν π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ἰωάννου Meyendorff κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐδήλουν σαφῶς, τά ἑξῆς: «Τό πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἤ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἤ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῇ συζητήσει (ἐρεύνῃ) ἀπό προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικόν. Ἀλλά διά τούς Ὀρθοδόξους τό βασικόν Οἰκουμενικόν πρόβλημα εἶναι τό τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦν τήν ἰδέαν τῆς “ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν” καί δέν δύνανται νά ὁραματισθοῦν Χριστιανικήν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καί πρέπει νά ἀποκατασταθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι μία τῶνὁμολογιῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καί ἔχει συνείδησιν τῆς ταυτότητος τῆς ἐσωτερικῆς της ὑποστάσεως καί τῆς διδασκαλίας της, μέ τό ἀποστολικόν κήρυγμα καί τήν παράδοσιν τῆς ἀρχαίας καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Εὑρίσκεται εἰς ἀδιάκοπον καί συνεχῆ διαδοχήν τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως … Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά τῆς ἐσωτερικῆς πεποιθήσεως καί συνειδήσεώς της κατέχει ὅλως ἰδιαιτέραν καί ἐξαιρετικήν θέσιν ἐν τῷ διῃρημένῳ Χριστιανισμῷ, ὡς ὁ φορεύς καί ἡ μάρτυς τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτουἘκκλησίας, ἀφ’ ἧς κατάγονται (ἀρχικῶς) ὅλαι αἱ ὑφιστάμεναι ὁμολογίαι δι΄ ἀποσπάσεως ἤ χωρισμοῦ» [42].
Ἡ μόνη «οἰκονομία» καί ἡ εὐγένεια τάς ὁποίας μετεχειρίσθησαν ἐδῶ οἱ ἡμέτεροι, χάρις εἰς τήν τότε νωπήν αἰσιοδοξίαν, ἦσαν ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἑτεροδόξων τοῦ Π.Σ.Ε. καί τῶν λοιπῶν ὡς«σχισμάτων» καί ὄχι αἱρέσεων καί τό ὅτι ὡμίλησαν περί διασπάσεως τῆς ἑνότητος, ὄχι ὄμως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐν συνεχείᾳ τοῦ παραπάνω παραθέματος ἐπεσήμαινον τήν ἀνάγκην «οἰκουμενισμοῦ ἐν χρόνῳ» («ecumenism in time»), διά τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τήν ἀρχαίανΠαράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας («agreement (in faith) with all ages»), καί ὄχι μέσῳ «διακανονισμοῦ» τῶν δογμάτων, καθώς προεξεθέσαμεν. Τῷ ὄντι, τήν διαχρονικήν καί ἐνδο-εκκλησιαστικήν αὐτήν ἑνότητα τῆς δογματικῆς πίστεως οἱ πατερικοί λόγοι ἐξεικονίζουν διά τοῦ ἀρράφου χιτῶνος (Ἰω.19, 23.24) τοῦ Κυρίου.
«Ἀλλ’ ἀληθῶς, ἐπειδή δέν δύναται νά σχισθῇ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ χιτών Του, δι΄ ὅλου ἄρραφος καί συνεχής, δέν διαιρεῖται ὑπ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τόν κατέχουν. Ἀδιαίρετος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, δεικνύει τήν συνεπῆ ὁμοφωνίαν τοῦ λαοῦ μας, οἱ ὁποῖοι ἐνεδύθημεν τόν Χριστόν. Διά τοῦ μυστηρίου καί σημείου τοῦ ἐνδύματός Του, διακηρύσσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ποῖος λοιπόν εἶναι τόσον μεμολυσμένος καί δολερός, ποῖος τόσον μανικός μέ τήν μανίαν τῆς διαφωνίας, ὥστε εἴτε νά πιστεύῃ ὅτι δύναται νά σχισθῇ ἡ ἑνότης τοῦ Θεοῦ, τό ἔνδυμα τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε νά ἀποτολμήσῃ νά τήν σχίσῃ; Ὁ Ἴδιος προειδοποιεῖ εἰς τό Εὐαγγέλιόν του καί διδάσκει λέγων: “Καί ἔσται μία ποίμνη καί εἷς ποιμήν” (Ἰω.10, 16). Καί εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν εἰς κάποιον τόπον εἴτε πολλοί ποιμένες εἴτε πολλά ποίμνια;» [43]
Τά ὡς ἄνω ἀδήριτα ἐρωτήματα τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ πρέπει νά θέσουν ἡμᾶς αὐτούς πρό τῶν φοβερῶν εὐθυνῶν μας διά τό κείμενον τοῦ Πουσάν ἀλλά καί εἰς τόν διάλογον μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς.
Δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐπεκταθῶμεν εἰς τάς τοῦ διαλόγου μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὑποχωρήσεις καί τά ἀπό ἐκκλησιολογικῆς καί θεολογικῆς ἀπόψεως ὀλισθήματα τῆς ἡμετέρας ὀρθοδόξου πλευρᾶς, κατά τάς συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς εἰς Μπάλαμαντ καί Ραβένναν. Αὐτό, ὅμως, τό ὁποῖον δέν δυνάμεθα νά ἀποσιωπήσωμεν εἶναι ὅτι εἰς τάς προσφάτους (30.12.2013) δηλώσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου «Γιά τό πρωτεῖο καί τό κείμενο Ραβέννας» διατυπώνεται πρωτοφανής καί θεολογικῶς ἀπαράδεκτος θέσεις, μέ τόν ἰσχυρισμόν τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι οἱ χρησιμοποιούμενοι εἰς τόκείμενον τῆς Ραβέννας ὑπό τῆ Μικτῆς Θεολογικῆς ᾽Επιτροπῆς ὅροι, «Ἐκκλησία», «ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησίαν» ἤ «ἀδιαίρετη Ἐκκλησία» καί «σῶμα Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύουν τήν«πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία»! Ἡ διατύπωσις «ἀνήκει εἰς …» σχετικοποιεῖ τήν ἐκκλησιολογικήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀνήκει εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, ἀλλά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τό «ἀνήκει εἰς …» ἀφήνει περιθώρια καί εἰς ἄλλας χριστιανικάς κοινότητας νά ἀνήκουν εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, ὅπως ἄλλωστε αὐτό προκύπτει ἀπό τήν συνέχειαν τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο ἀναγνωρίζει «στοιχεῖα (elements) ἐκκλησιαστικότητας καί ἐκτός τῆς Καθολικῆς κοινωνίας». Πρόκειται περί πλήρους ἀποδοχῆς τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας» εἰς ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους καί εἰς ἄλλαςχριστιανικάς κοινότητας, ἐλλιπῆ πάντως διά πλήρη ἐκκλησιολογικήν ὀντότητα. Αὕτη ἐπιτυγχάνεται καί ὁλοκληροῦται μέ τήν ἀποδοχήν τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα. Κατά τήν πεποίθησινδηλαδή τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ἀνήκει εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ἈποστολικήνἘκκλησίαν, μαζί μέ ἄλλας «ἐκκλησίας», αἱ ὁποῖαι ἔχουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος [44].
Ἡ ἔναντι τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐκκλησιολογία
Δυστυχῶς, καί εἰς τό πεδίον τῶν σχέσεων καί τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ τόν Παπισμόν, αἱ ἐκφραζόμεναι θεολογικαί πλάναι δέν εἶναι ἥσσονος σημασίας. Ἑορτάζονται τά πενήντα χρόνια ἀπό τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοοικουμενικῆς «Συνόδου» παρ’ ὅτι ἡ αἱρετική Σύνοδος ἐκείνη, παγιώσασα τό δαιμονικόν δόγμα τοῦ παπικοῦ «ἀλαθήτου» τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου τοῦ 1870, ἐπισύρει καί ἐφ΄ ἑαυτήν τό ὄνειδος τῆς διαπράξεως τῆς τρίτης μεγίστης πτώσεως ἐν τῇ ἱστορίᾳ μετά τήν πτῶσιν τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Ἰούδα, κατά τόν ὅσιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς [45]. Αἱ καινοτομίαι τῆς αἱρετικῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου τήν ἀπεμάκρυναν πορρωτέρω ἀπό πάσης ἐλπίδοςἐπιστροφῆς εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί προὐκάλεσαν νέα σχίσματα ἐν τῷ Παπισμῷ λόγῳ τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας της (σχίσμα Λεφέβρ)· ἡ αἱρετική Παπωσύνη εἰς τήν Β΄ Βατικανήν ἀφῆκε χῶρον συγκαταβάσεως ἔναντι τῆς ὀρθοδόξου «ἐκκλησιαστικότητος», ἀλλ’ ὅμως ὄχι καί περιθώρια ἰδικῆς της μετανοίας. Οὕτως, εἰς τό κείμενον τῆς Β΄ Βατικανοῦ Nostra Aetate ὁσύγχρονος Παπισμός ἀναγνωρίζει τόν Θεόν εἰς τόν Μουσουλμανισμόν καί τόν Ἰουδαϊσμόν [46], παρά τήν θεόπνευστον τῶν Μαθητῶν τοῦ Θεανθρώπου πίστιν, ὅτι «πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει» (Α΄ Ἰω. 2, 23) καί ὅτι τῶν Ἰουδαίων «ἐπωρώθη τά νοήματα», οἱ ὁποῖοι «τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν», καθώς «ὁ Θεός τῶν κατά φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο» (Ρωμ. 11, 20.21).
Ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεσις κατά τήν σαφῆ καί θεόγνωμον πεποίθησιν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Διορθοδόξων καί Πατριαρχικῶν Συνόδων τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἰδιαιτέρως καί συνοδικῶς τιμωμένου ὑπό τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Ἰσαποστόλου. Ὁ πράγματι -καί ὄχι ὀνόματι- Ἅγιος Ὀρθόδοξος ἐκεῖνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, χαρακτηρίζει τό βατικάνειον Filioque «φρύαγμα τῆς αἱρέσεως» [47] καί«νεανιευόμενον αἱρετίζοντα λόγον» [48], κατά τόν ὁποῖον «τάξει καί σχέσει καί αἰτίᾳ τήν τοῦ Πνεύματος ἑτερότητα καί παραλλαγήν ἡ αἵρεσις δραματουργεῖ» [49], καί προσκαλεῖ μετά θάρρους καί ἀγάπης [50] τούς ἀποστάντας Δυτικούς, τούς «νέους Πνευματομάχους» [51]: «Ἐμβλέψατε, οἱ τυφλοί, καί ἀκούσατε, οἱ κωφοί, οὕς τό σκότος κατέχει τῆς αἱρετικῆς ἐγκαθημένους Δύσεως» [52].
Καί ἀληθῶς, Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε καί ἅγιοι Συνοδικοί, δέν δυνάμεθα νά ἀποκρυψωμεν τήν βαθεῖαν ἡμῶν λύπην, ὅταν, παρά τάς θεολογικάς καί πατερικάς ταύτας ἐπισημάνσεις περί τοῦΠαπισμοῦ, Σεβασμιώτατος Ἀδελφός, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος, κατά τήν προσφάτως ἑορτασθεῖσαν ἐν Ἀθήναις ἐπέτειον ἐπί τῇ συμπληρώσει 50ετίας ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου ἐξεθείασε ταύτην ὡς προωθήσασαν καί ἐπιλύσασαν σπουδαῖα θέματα καί διανοίξασαν τήν ὁδόν διά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ, ὡς γνωστόν παραμένουν ὅλαι αἱπλάναι καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Παπισμοῦ [53].
Αἱ λατινογενεῖς ἐκκλησιολογικαί θέσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου
Εἰς τόν εὐρύτερον χῶρον τῶν σχέσεων μέ τούς Παπικούς, ἀντί τῆς ἐπιδιώξεως ἐπιστροφῆς τῶν Παπικῶν εἰς τήν διατηρηθεῖσαν ἐν μόνῃ τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, οἱ λόγοι καί τάἐπαναλαμβανόμενα ἐπιχειρήματα ἑτέρου Ἱεράρχου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, περί τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ὑποδείγματος διά τό παγκόσμιονπρωτεῖον ἑνός ἐπισκόπου, τοῦ «primi sine paribus» («πρώτου ἄνευ ἴσων») [54], μαρτυροῦν ἀντιθέτως περί τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, χάριν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων, ὡς συνέβη καί εἰς τήν Ρώμην εἰς τό μεθόριον τῶν δύο πρώτων μ.Χ. χιλιετιῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Προύσης ἀποπειρᾶται διά πρωτοφανοῦς καί νεωτερικῆς ἐκκλησιολογικῆς προσεγγίσεως, βάσει ἀτυχῶς τῆς ὡριγενιστικῆς καί υἱοθετιστικῆς (κατά μίαν subordinatio-ὑποταγήν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος) Τριαδολογίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου, νά θεμελιώσῃ τό παγκόσμιον διοικητικόν πρωτεῖον ἑνός «Πρώτου» ἐπί τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, βάσει τῆς Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος· οὕτω πράττων, καί ἐφ’ ὅσον ἐμπλέκει εἰς τήν στόχευσιν αὐτήν καί τό χωρίον «πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς ὀνομάζεται» (Ἐφ. 3,15), δέν θά δυνηθῇ νά ἀπαντήσῃ εἰς τό ἐρώτημα, διατί λοιπόν δέν ἐνηνθρώπησεν ὁ Πατήρ, ὥστε νά διασώσῃ τό «Πρωτεῖον» του καί ἐν τῇ Οἰκονομίᾳ, πλήν τῆς Θεολογίας. Κατά δεύτερον λόγον, ὁ ἅγιοςΠρούσης λαμβάνει τάς ἐνδοτριαδικάς σχέσεις ὡς τό πρωτότυπον τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνόδου· ὅμως εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «ὑπεράρχιος ἀρχή», ἡ «θεογόνος καί πηγαία θεότης», ἐπειδή εἶναι Γεννήτωρ τοῦ Υἱοῦ καί Προβολεύς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντιθέτως, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν Σύνοδον, ὁ Πρῶτος ἀναδεικνύεται (καί καθαιρεῖται) ὑπό τῆς Συνόδου, ἄρα ἡ Σύνοδος εἶναι ἡ «πηγή» τοῦ ἐν Αὐτῇ Πρώτου καί ὄχι τό ἀντίθετον, τό ὁποῖον προκύπτει καί ἱστορικῶς: ὁ Κύριος ἀναληφθείς κατέλιπεν ἐμπνεομένην ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς Πεντηκοστῆς Σύνοδον ἰσοτίμων Ἀποστόλων καί ὄχι τινά Πρῶτον. Ἡ ἀτυχής αὕτη σύγκρισις τοῦ Μητροπολίτου Προύσης θά εἶχεν ἀποφευχθῇ, ἐάν – ἀντί νά προσφύγῃ εἰς τήν ἁπλουστευτικήν περιγραφήν τῶντριαδικῶν σχέσεων ὡς ἐξωτερικοῦ μιμήματος διά τήν ἐκκλησιολογίαν – ἐλάμβανεν ὀρθοδόξως ὡς θεμέλιον τῆς ἐκκλησιολογίας του τήν φυσικήν Εἰκόνα τοῦ Πατρός, δηλαδή τόν Υἱόν καί Λόγον, ὁ Ὁποῖος ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ταμίας τοῦ πληρώματος τῶν θείων θησαυρισμάτων, ἀποκαλύπτει εἰς τούς πιστούς ἐν Ἑαυτῷ τόν Πατέρα (Ἰω. 14,9), ὁ Ἴδιος δέ ἀποκαλύπτεται εἰς τούς πιστούς ὑπό τῆς φυσικῆς Του Εἰκόνος, τοῦ ὁμοτίμου καί παντοκρατορικοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰω. 16,14) [55]. Ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, συνεκτική τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖται εἰς τά λογικάκτιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινή τριαδική ἐνέργεια, ὄχι ὑποστατική τοῦ Πατρός, ἀλλά φυσική ἄκτιστος ἐκ τῆς ἀκτίστου θείας οὐσίας [56]· αὐτή ἱκανοῖ τούς πιστούς, ὡς μέλη τοῦ ΚυριακοῦΣώματος, νά οἰκειῶνται τό «ἀμίμητον μίμημα» τῶν θείων ἀρετῶν. Ἡ κοινή αὐτή τριαδική ἐνέργεια ἤ χάρις ἤ δόξα ἤ βασιλεία συνέχει τήν Ἐκκλησίαν, συνενοῦσα τούς πιστούς καί κατ΄ ἐξοχήν τούς Ἐπισκόπους, ὥστε κατά τόν ἅγιον Μάξιμον νά εἶναι κοινόν τό θεληθέν τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων, διά τῆς μιᾶς θείας ἐνεργείας [57]. Οὕτως, ἡ ἑνότης τῆς Συνόδου δέν διασφαλίζεται διά τῆς ἐξωτερικῆς «φυσικῆς μιμήσεως» ἑνός πατρομονιστικοῦ δῆθεν ἐξουσιαστικοῦ «πρωτείου» ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι, κατά τά λεγόμενα τοῦ Σχολάρχου τῆς Χάλκης καί Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, ἀλλ’ ὀντολογικῶς ὑπέρ φύσιν, διά τῆς αὐτεξουσίου ὑποταγῆςπάντων εἰς τό θεῖον καί ἑνιαῖον ἄκτιστον τριαδικόν θέλημα, γνωριζόμενον διά τοῦ Θεανθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τό ὁποῖον Πνεῦμα «τούς κατά τό ἐγχωροῦν μετέχοντας ὡς δύναμις ἑνοποιός ἑνοῖ καί ἀνατείνει πρός τήν τοῦ συναγωγοῦ Πατρός ἑνότητα καί θεοποιόν ἁπλότητα» [58]. Ἄλλωστε, εἶναι συντριπτικῶς συχνοτέρα ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «μοναρχία» πρός κατάδειξιν τῆς μοναδικῆςΠαντοκρατορίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί τῆς κτίσεως («εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ μοναρχεῖ τό Θεῖον»)[59] καί σπανιωτάτη ἡ χρῆσις ἡ πρός κατάδειξιν τῆς ἐνδοτριαδικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός [60]· ἡ δευτέρα αὕτη προεβλήθη ὑστερογενῶς κατά τῶν Λατίνων, ὅταν αὐτοί ἀνήγαγον τόν Υἱόν ὡς δευτέραν ἀρχήν ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος διά τοῦ Filioque [61]. Ἰδού, λοιπόν, στίβος λαμπρός διά τόν Σεβασμιώτατον ἀδελφόν καί Σχολάρχην τῆς Γεραρᾶς Σχολῆς τῆς Χάλκης, πρός ὑπεράσπισιν τῆς καλῶς ἐννοουμένης Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός κατά τοῦ «διαρχικοῦ» Filioque καί τοῦΡωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς Τριαδολογίας καί ὄχι νεωτερικῶς, ἐπί τῆς Οἰκονομίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, χριστολογικῶς κυρίως ἐξεταζομένης.
Ἐπανάληψις προγενεστέρως ἐφευρεθέντων δογμάτων
Ἡ προσέγγισις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προύσης ἐρείδεται, κατ΄ ἰδίαν ὁμολογίαν, εἰς παλαιοτέραν ὁμιλίαν του ἐν Ἀμερικῇ, ἔνθα εἶχεν ἀρνηθῇ σχεδόν ὡς αἵρεσιν (!!!) καί τήν ὑπερτάτην θέσιν τῶνΟἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τήν Ἐκκλησίαν [62]. Τοιουτοτρόπως, ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἐλπιδοφόρος ἀσυναισθήτως ὑπονομεύει τό κῦρος τοῦ θεσμοῦ ἐκείνου ὁ ὁποῖος κατωχύρωσεν ἐπί αἰῶνας τήν πρωτοκάθεδρον θέσιν τῆς πᾶσι φιλτάτης Μητρός Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὄχι μόνον καινοτομεῖ ἔναντι παντός ἄχρι τοῦ νῦνσυμβολικοῦ μνημείου ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας (πλήν μερικῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Περγάμου), ἀλλά καταρρακοῖ καί τήν διαλεγομένην ἐκκλησιολογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,ἀποδεικνύων αὐτήν «κάλαμον ὑπό ἀνέμου σαλευόμενον». Διότι, ἐάν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται δῆθεν ὑπό τοῦ παγκοσμίου Πρώτου καί ὄχι ὑπό τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἀνωτάτου θεσμοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διατί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπέγραψε διαφόρως εἰς τόν διάλογον μέ τούς Παλαιοκαθολικούς πρό τριῶν δεκαετιῶν [63]; Ἐθώπευσε τότε τάς ἀκοάς τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀποδεχόμενον τήν «αἵρεσιν» τῆς ὑψίστης αὐθεντίας ὄχι τινός Πρώτου, ἀλλά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ τώρα κνήθει τάς ἀκοάς τῆς παπικῆς μοναρχοκεντρικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ «παγκοσμίου ἐπισκόπου» Πάπα τῆς Ρώμης;
Ἱστορικῶς, τό ἀβάσιμον τῆς ἐξυψώσεως τοῦ «Πρώτου» ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ὑπ’ αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἑνωθέντες ἀλλήλοις, τρόπον τινά ὡς τό ἐκ τεσσάρων στοιχείων σῶμα, σύμψυχοι καί ἕν γενόμενοι, ἕν φρονοῦντες … ὄντως ἀποτελεσθεῖσα χρυσῆ καί μεγάλη σειρά τετρακτύς … γέγονεμία ποίμνη, καί εἷς ποιμήν οἱ τέσσαρες ποιμένες, τῇ ὁμοφροσύνῃ καί τῇ ὀρθοδοξίᾳ» [64], ὄχι μόνον ὑπό τοῦ γεγονότος τοῦ ἀνεκκλήτου τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου [65] (ἐνῷ κατά παντόςΠατριάρχου ἰσχύει τό ἔκκλητον ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς ἤ Πανορθοδόξου Συνόδου), ὄχι μόνον ὑπό τῆς ἱστορικῆς καθαιρέσεως Παπῶν καί Πατριαρχῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν ἤ καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ὄχι μόνον ὑπό τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρηνικῶν Γραμμάτων ἑκάστου Προκαθημένου εἰς πάντας τούς ὑπολοίπους καί ὄχι μόνον εἰς τόν Πρῶτον τῇ τάξει, καί μυρίων ἄλλων, ἀλλά καί ὑπό τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ὑπ’ αὐτῶν τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης ἀναγνωρίσεως τῆς ἀνωτερότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ χαρακτηριστικόν παράδειγμα τόν Λέοντα Θ΄ ὁ ὁποῖος, καίτοι Πρῶτος εἰς τά πρεσβεῖα, ἐφρόνει «πάσης στερεῖσθαι αὐθεντίας πᾶν ὅ,τι ἄν τυπωθείη τῇ ἐκείνων [τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου] διατυπώσει ἐναντιούμενον»[66]. Ἡ δέ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπαναφέρουσα εἰς τήν τάξιν τόν Πάπαν Βιγίλιον, ἠρνήθη εἰς αὐτόν τό διεκδικούμενον ὑπ’ αὐτοῦ δικαίωμα ψήφου ἰσοδυνάμου πρός τάς τέσσαρας ψήφους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς [67].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Τά ὡς ἄνω γραφέντα ἀποτυποῦν μίαν θλιβεράν εἰκόνα ἐκκλησιολογικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας εἰς τούς Διαλόγους καί καταργήσεως τῆς ἐκεῖ ὀρθοδόξουμαρτυρίας. Μεμφόμενοι ἡμεῖς αὐτοί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό κῦρος αὐτῆς, αἰτούμενοι δηλαδή συγγνώμην διά τήν «πρόκλησιν διαιρέσεων», καί καταρρίπτοντες οὕτως αὐτῆς τόσυνοδικῶς διαπεπιστωμένον ἀλάθητον, ἤ νομίζοντες αὐτήν «μέρος» τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀληθείας, πῶς θά προβάλωμεν κατά τῶν ἐφορμώντων εἰς τό ποίμνιόν μας λύκων, τῶνψευδομαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανῶν, Μορμόνων κ.λπ. τό κῦρος τῆς ἀλαθήτου ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως;
Τό Π.Σ.Ε. παραπαίει, μή γινῶσκον «δεξιάν αὐτοῦ ἤ ἀριστεράν αὐτοῦ», διό καί γράφει:«Προσευχόμεθα νά βοηθηθῶμεν νά κατανοήσωμεν περισσότερα περί τῆς ὁρατῆς ἑνότητος εἰς τήνὁποίαν ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά ζήσωμεν» (Συνημμένον Α΄, ὑποσημ. 1, σ. 8), φθάνει δέ εἰς τήν ἀντίφασιν νά εἶναι εὐγνῶμον διά τήν διαφορετικότητα, ἄν καί αὐτή προκαλεῖ τήν διαίρεσιν [68]!Δυστυχῶς, ἡ ἡμετέρα παρουσία, ἀποσιωπᾶ τήν περί τῆς μόνης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλήθειαν, παρ’ ὅτι «ἡ σιγή τῶν λόγων ἀναίρεσίς ἐστιν» ἐνῷ «πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς Πίστεως» [69].
Τεκμηριωμένως, ἡ σύγκρισις τῆς ὡς ἄνω ὀρθοδόξου «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἐν Νέῳ Δελχί τό 1961 μετά τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δεδομένης καί τῆς μή ἐνεργοποιηθείσης καταθέσεως ἰδίαςδηλώσεως, καταδεικνύει τήν ἀνάγκην ὁριστικῆς ἀποστασιοποιήσεώς μας ἐκ τοῦ Π.Σ.Ε., ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἐπίσημον – εἰ καί ἐκ τῶν ὑστέρων – ἀπόρριψιν τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν ὑπό τῆς καθ΄ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Περί δέ τοῦ διαλόγου μετά τῶν Παπικῶν ἔχομεν τήν αὐτήν πεποίθησιν, ὅτι συμβάλλει πασιφανῶς καί ἀποδεδειγμένως εἰς τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος ὑπό τοῦ ἐπί 20ετίαν (1980-2000), Ὀρθοδόξου συμπροέδρου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ ὡς «ἀνοσίου παιγνίου».
Ταῦτα μετά βαθυτάτης λύπης καί ἐναγωνίου προσμονῆς φέρομεν ὑπ΄ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἔχοντες δέ δι΄ ἐλπίδος ὅτι τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, θά παροτρύνουν Ὑμᾶς εἰς τάς δεούσας ἐνεργείας ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπομειουμένης Ἀληθείας, παρακαλοῦμεν ὅπως συζητηθοῦν τά τιθέμενα θέματα εἰς τήν τακτικήν Σύνοδον τῆς προσεχοῦς Σεπτῆς Ἱεραρχίας καί διατελοῦμεν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Οἱ Μητροπολῖται
† ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας
† ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης Παῦλος
† ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
† ὁ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς
† ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας
sursa: http://aktines.blogspot.gr/2014/05/blog-post_1834.html
Biserica Ortodoxă este universală - Blog personal al Părintelui Matei Vulcanescu
HRISTOS A INVIAT !
Parinte Matei, va multumesc si va sunt recunoscator, ca ne tineti la curent cu faptele cele bune. Acesti ierarhi care lupta pentru apararea dreptei credinte, ne dau curaj, nadejde, iar strigatul lor ne umple inima de bucurie. Oricat ar incerca diavolul, prin slugile lui pe care le-a cocotat pe fel si fel de “tronuri”, nu va putea buirui Biserica cea Una, iar Domnul nostru Iisus Hristos, Capul acesteia le va rusina odata cu stapanul lor, in acest veac si mai ales in cel vesnic. Astept cu mare nerabdare sa citesc acest text in limba romana, motiv pentru care va rog foarte mult sa-l traduceti, macar partial, spre ne incalzi sufletele .Nadajduiesc ca Dumnezeu va va sprijini si va va da si ajutor dintre romanii care stiu greaca sau engleza. Astept de asemenea traducerea “Scrisorii IPS Andrei de Konita si IPS Serafim de Pireu, catre cazutul papa Francisc al Romei” si articolul referitor la Sfantul Porfirie si Sfantul Paisie. Dumnezeu sa va ajute !
Va multumesc ,
Emil Baciu
Hristos a inviat ,Parinte!Nu stiu greaca asa ca nu stiu ce sa spun despre ce mi.ati trimis.V aintreb ceva ca simplu credincios pe sfintia voastra ca si reprezentant al clerului: ce face clerul de la noi de est emarasmul ast ade minciuna ,hotie,nepasare de cele ale Evangheliei? Tinerii buni de lucru au plecat din tara,cei ramasi sunt dezorientati ,batranii se sting in mizerie ca ai lor copii sunt sa ingrijeasca alti batrani in alte tari iar zisul sinod de la noi tace malc.Nu mai e comunism sa fie trimis in surghiun desi crestinul trebuie sa accepte ca i se poate cere martiriul.Personal ma lasa rece ce nu stiu ce episcop de pe nu stiu unde este monofizit caci galceava asta este veche.Unde este acel Arhiereu reprezentant al lui Hristos pe pamant? Doar la slujba in Biserica? unde vine si pleca cu automobilul? Familia traditionala este asaltata de curentul libertinismului si reprezentatntii Bisericii tac si ne dau emisiuni pe Trinitas de parca am fi rupti de realitatea de azi.Hristos nu a venit pentru El sa faca si mai mare distant adintre om si Dumnezeu,din contra.Asel d earticole m aintereseaza si nu ca nu stiu c eepiscop e sau nu eretic sau ca a spus ceva ce este pa langa invatatura Bisericii,pana la urma ce i.am putea face noi? stefan parvan
Ne lasa rece problemele dogmatice pentru ca nu suntem catehizati, tocmai pentru ca nu cunoastem credinta noastra se petrec toate cele expuse de dvs. Daca acesti copii ar cunoaste credinta lor nu ar fi dezorientati, batranii nu s-ar “stinge” in mizerie, etc. Dar pentru ca uitam pe Dumnezeu atunci se intampla toate celelalte. Uitati-va putin la istoria poporului evreu si o sa intelegeti.
Da parinte, dvs redati o realitate pe care o cunoastem, stim ca nu este credinta, dar si mai putina credinta era in primele secole, dar Apostolii au reusit…, acuma spunem ca nu este credinta…, trebuie misiune in numele Domnului de facut si de readus credinta in oameni, in tinerii care tind sa plece, in parintii care ramin in urma lor, am impresia ca nu auziti glasul strigator al lui Stefan Parvan. Catehizarea despre care vorbiti este obligatorie, lumea nu poate sa fie catehizata ci trebuie sa fie catehizata, incepind cu cununiile, botezurile, sfintirile si terminind cu predica dupa Sfinta Liturghie. Pe de alta parte se zice ca Dumnezeu ne da conducatori dupa credinta noastra, nu as atribui aceasta afirmatie conducatorilor Bisericii. Astazi un preot hotaraste ce sa faca in biserica ”sa” singur, fara consiliul bisericesc, in asa fel nu se atrage lumea la credinta. Caci de ar fi un consiliu in fiecare biserica (20000 biserici * 20 consilieri = 400000 de oameni catehizati) ar creste considerabil cunoasterea credintei noastre! Nu mai vorbim de misiunea in scoli, gradinite, spitale, alte spatii sociale.
Doamne ajuta! Vladislav Munteanu
ips Serafim de Pireu nu a semnat?
IPS Serafim a facut o sesizare asemanatroare cu cateva luni in urma. Nu e suficient?
Nu am stiut de sesizarea respectiva. Cu atat mai mult trebuie sa semneze aceasta declaratie, declansata de sesizarea IPS sale. Probabil are motive binecuvantate.
Exista niste legi in Sinod si niste randuieli bine stabilite. Un episcop care face o sesizare nu are nevoie sa semneze pe aceeas sesizare facuta de lati ierarhi. IPS Serafim spune acelas lucru.
Pacat ca Mitropolitii din Romania tac malc si nu exprima nicio parere. Ce sa mai zicem de Patriarhul Daniel…Se pare ca prelatii din Romania au mai multa frica de Patriarhul Daniel decat de Dumnezeu. Astept cu interes Sinodul talharesc programat in 2016 in care se va proclama oficial ca suntem frati cu papistasii…
http://www.pemptousia.ro/2014/06/unitate-in-smerenie-si-marturisire-in-dragoste/