Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ πατρὸς Δαμιανοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ

3 μήνες ago

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Όλοι όσοι λάβαμε το Βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πιστεύουμε Ὀρθόδοξα είμαστε πλήρη μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δηλ. τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος λάβαμε τήν Σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διά τῆς θείας Μεταλήψεως τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του.

Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Εκκλησία, μόνο στήν ὁποία ενωνόμαστε μέ τόν Ἀληθινό Θεό καί μόνο μέσα στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σωθεῖ, ἀποκηρύττουμε καί ἀπορρίπτουμε δημόσια τις ποικίλες αιρέσεις, οἱ ὁποῖες μόλυναν ἀρκετά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση δέν βλάπτει μόνο ἐκείνον, πού πιστεύει σ’ αὐτήν, ἀλλά καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον ἐκεῖνοι, πού ἔχουν αἱρετικό φρόνημα στήν Ἐκκλησία, διακηρύττουν τήν αἵρεση καί στά ὑπόλοιπα μέλη λόγω καί ἔργω, διασκορπίζοντας ἔτσι τό μικρόβιο τῆς αἱρέσεως σ’ ολόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ή αἵρεση, ὅταν διακηρύττεται ἀπό ἐπίσκοπο ή ιερέα, βλάπτει καί τούς πιστούς. Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἱερεύς ὀφείλει νά φροντίζει, ὥστε τά μέλη τοῦ ποιμνίου του νά μήν διδάσκουν αἱρέσεις. Ἄν οἱ ἠθικές ἁμαρτίες χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἀκόμη περισσότερο ή αἵρεση. Τό καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς Ἀληθείας, ἐφόσον ἡ ἁγιότης συνδέεται ὀργανικά μέ τήν Ἀλήθεια’. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Ή αἵρεση εἶναι ψέμα καί βλασφημία ἐναντίον τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση δημιουργεῖται ὡς πνευματική πλάνη καί διαμορφώνεται ὡς ἰδεολογία, πού ἐναντιώνεται στήν Ἀλήθεια, μηδενίζοντας τη δυνατότητα ἁγιότητος καί σωτηρίας.

Όπως μιά ἀρρώστια δέν βλάπτει μόνο τό ἄρρωστο όργανο, ἀλλά ὁλόκληρο τόν ὀργανισμό, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ αἵρεση, ἐφόσον δηλητηριάζει κάποια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, προκαλεί πόνο σέ ὁλόκληρο τό σῶμα της καί τό βλάπτει. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, κάθε φορά πού ἐμφανιζόταν μία αἵρεση, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, συνέρχονταν Οίκουμενικές καί Τοπικές Σύνοδοι, πού ἀναθεμάτιζαν καί τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ὑπεράσπιζαν. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἀπέκοπταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν αἱρετική διδασκαλία καί αὐτούς, πού τήν προωθοῦσαν.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, λέγει : «καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι πολλὰ μέλη ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πράξιν, οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, τὸ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη. ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως». Καί στήν Α ́ προς Κορινθίους ἐπιστολή : «οὐ δύναται δὲ ὁ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω· ἢ πάλιν ἡ κεφαλὴ τοῖς ποσί· χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω· ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη του σώματος ἀσθενέστερα υπάρχειν ἀναγκαῖα ἐστιν, ἐπισημαίνοντας ἀκολούθως ὅτι «είτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους».

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν μας ότι μέχρι σήμερα δεν συνῆλθαν Τοπικές Σύνοδοι, γιά νά καταδικάσουν ἐκείνους, πού παραβιάζουν ἐδῶ καί ἕνα περίπου αιώνα τόσο τούς Ἀποστολικούς Κανόνες, ὅσο καί τίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οικουμενικῶν καί Τοπικών Συνόδων, ἐμεῖς, ὡς ζωντανά μέλη του Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπορρίπτουμε καί ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό ὅλες τίς πράξεις, τίς ὁποῖες καταδικάζει ή Ἐκκλησία, δηλ. :

– τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως τήν λεγομένη «ἑβδομάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν», τούς «Εσπερινούς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν» καί ἄλλες παρόμοιες ἐκδηλώσεις, πού λαμβάνουν χώρα σε ὀρθόδοξες εκκλησίες, κατά τήν «ἑβδομάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν», στίς ὁποῖες προσκαλοῦνται αἱρετικοί νά κηρύξουν ἀπό τό Ἱερό καί Φοβερό Ὀρθόδοξο Βῆμα, ὅπου θυσιάζεται Χριστός ὁ Θεός,

– τήν συμμετοχή σε συγκρητιστικές διαθρησκευτικές καί διαχριστιανικές συναντήσεις, στίς ὁποῖες οι συμμετέχοντες προβαίνουν σε συγκρητιστικές συμβολικές πράξεις καί γίνονται συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς.

Ἀποκηρύττουμε ως αίρεση καί ἀπορρίπτουμε τόν Οικουμενισμό ύπό ὅλες τίς μορφές του :

α ́. τήν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν»,

β ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ μόνο ένα μέρος τῆς Ἐκκλησίας,

γ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες εἶναι κλάδοι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας,

δ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξύ πολλῶν ἄλλων «οἰκογενειῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μαζί τήν Μία Ἐκκλησία,

ε ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι Μία καί Μοναδική, ἐπειδή ή Κεφαλή της εἶναι Μία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί τῆς διοικήσεως καί διά τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στήν ἱεραρχία της, ἐφ’ ὅσον ἡ ἱεραρχία διατηρεῖ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως.

στ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι «διηρημένη σέ χριστιανικές ὁμολογίες», καί ὅτι τώρα ἐμεῖς, ὡς δῆθεν «νέοι πατέρες», θα πρέπει νά «επανεύρουμε τήν ενότητά της» διά τοῦ «δογματικού μινιμαλισμού», μέ τό νά ἀποδεχτούμε δηλ. ως βάση τῆς ἑνώσεως τῶν ὀρθοδόξων μέ τίς αιρέσεις μία μινιμαλιστική πίστη, δηλ. μόνο τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό ως Σεσαρκωμένο Θεό καί Σωτήρα, παραβλέποντας ὅλα τά ὑπόλοιπα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων κλπ.

ζ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει μία «αόρατη ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῆς κοινῆς πίστεως στην Αγία Τριάδα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Κύριο καί Σωτήρα, καί ὅτι αὐτήν (τήν «ἀόρατη ἑνότητα») θά ἀκολουθήσει μία «ορατή ενότητα», ἡ ὁποία θά ἐκπληρωθεῖ διά τῆς ἑνώσεως τῶν «ομολογιῶν» (ενότης ἐν τῆ ποικιλία τῶν δογμάτων καί παραδόσεων).

η ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἀρκεῖ νά πιστεύει κανείς στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Κύριο Ἰησοῦ, ὡς Θεό καί Σωτήρα, γιά νά ἀνήκει στην Ἐκκλησία. Δηλ. ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς σύναξη ὅλων τῶν χριστιανικῶν «όμολογιῶν».

θ ́. τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ή Ορθόδοξη Εκκλησία καί ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ εἶναι «άδελφές εκκλησίες» και «οι δύο πνεύμονες», μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Μία Ἐκκλησία.

ι. τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμού δέν ὑπάρχει καμία δογματική διαφορά, υποστηρίζοντας ὅτι ἡ μόνη διαφορά εἶναι τό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «πάπα» Ρώμης ἐπί τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας.

ια ́. τίς ἀνορθόδοξες συμφωνίες, τίς ὁποῖες ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Εκκλησιών στο πλαίσιο του διαχριστιανικού διαλόγου. Στο σημεῖο αὐτό θέλουμε να τονίσουμε ότι δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ διαλόγου, μέ τήν προϋπόθεση, όμως, ότι αὐτός διεξάγεται μέ ὀρθόδοξες βάσεις καί ἔχει ὡς σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῆς κατηχήσεως, τῆς ἀποκηρύξεως τῆς αἱρέσεώς τους καί τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

ιγ ́. τήν συμφωνία τοῦ Μπαλαμάντ, βάσει τῆς ὁποίας οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀποδέχτηκαν ένα νέο είδος Οὐνίας καί ἀναγνώρισαν τά ψευδή Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν. Ἡ ἐν λόγω συμφωνία ἀπορρίφθηκε ἀπό τούς ἐκπρόσωπους τῶν Τοπικών Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού συνῆλθαν στη Baltimore το 2000.

ιδ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ αἵρεση τοῦ Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καί ἀπό τόν Υἱό») εἶναι μόνο μία απλή παρεξήγηση ὅρων, καί ὄχι μία ἀλλοίωση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ”.

ιε ́. τήν λεγομένη «άρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀλλά καί τῶν μονοφυσιτών, μονοθελητῶν καί μονοενεργητών, τά ὁποία ἀπήγγειλαν οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, ένα δογματικό ανάθεμα δέν ἀκυρώνεται κατά μαγικό τρόπο, ἄν δέν ἐκλείψουν πρῶτα οἱ λόγοι του ἀναθεματισμού.

ιστ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει σωτήρια Χάρις καί ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι ὑπάρχει ἔγκυρο βάπτισμα καί ἐνεργοῦσα Χάρις τῆς ἱερωσύνης καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Όμως, καθώς εἶναι γνωστόν, ἡ ἁπλή ἱστορική καί τυπική ύπαρξη μιᾶς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως σήμερα καί ἡ ἁπλή ἐκφώνηση μιας φόρμουλας τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἐπικυρώνει τά «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν.

ιζ ́. τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες νά εἶναι ἐπίκαιροι στίς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία (αἵρεση) ἀρνεῖται στήν οὐσία τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, ἀκολούθως, τήν ἴδια τήν συνέχεια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου θεσμού.

ιη ́. τήν αἵρεση, ἡ ὁποία ισχυρίζεται ότι δέν γνωρίζουμε ποιά εἶναι τά ὅρια μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἐνσωματωμένη σε μία «αόρατη Ἐκκλησία». Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ιστορική, ορατή Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέχει τήν άποστολική διαδοχή καί διατηρεῖ τήν Ὀρθή Πίστη, δηλ. τά δόγματα, τά ὁποία διατυπώθηκαν στις Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τά ἀναθέματα, πού ὁριοθετούν τήν δογματική Αλήθεια ἀπό τό αιρετικό ψέμα, καί τήν μεταδίδει έως συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.

ιθ ́. τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καί οἱ αἱρετικοί ἐνσωματώνονται κατά κάποιο τρόπο στήν Ἐκκλησία.

κα ́. τήν μετατροπή τῆς οἰκονομίας σε δόγμα καί κανόνα. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ πρός καιρόν παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια, τόν κανόνα τῆς πίστεως, λόγω τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιών σε εξαιρετικές περιστάσεις, ἔχοντας ως σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στήν ὀρθή πίστη, παρά τά ἀντικειμενικά ἐμπόδια. Ἡ οἰκονομία ἐφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου νά ἐκπληρωθεῖ ἕνας καλός σκοπός σε δυσμενείς καταστάσεις. Εφόσον, ὅμως, ἐκλείψουν οι εξαιρετικές περιστάσεις, ή συνέχιση τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας διασαλεύει καί καταστρατηγεί τήν κανονική τάξη, καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο δεν συνιστά σοφή προσαρμογή, ἀλλά περιφρόνηση τῶν ἱερῶν θεσμῶν, καί ἑπομένως ὁδηγεῖ στήν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας.

κβ ́. τούς λεγομένους «μικτούς γάμους» μεταξύ ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐπειδή δέν δύνανται νά ἑνωθοῦν τά ἀντίθετα, δεδομένου ὅτι ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου εἶναι ἡ κοινή ὀρθόδοξη πίστη τῶν ὑποψηφίων νεονύμφων, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν να εἶναι βαπτισμένοι κλπ. Τό μυστήριο τοῦ Γάμου εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνώσεως βάσει τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχύσει τό μυστήριο μόνο γιά ἕνα μέλος του ζευγαριού, δηλ. γιά τό ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, ὁ μικτός γάμος καθίσταται άκυρος και ἀνυπόστατος καί συνάμα συνιστᾶ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους.

κγ ́. τήν διεξαγωγήν τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρέσεων μέ κριτήριον τάς προτεσταντικάς πλατφόρμας καί οὐχί τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν, τήν λεγομένην «αποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» καί τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» διά τούς αἱρετικούς, τόν Καταστατικόν Χάρτην του προτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»- αἱρέσεων καί τόν δογματικόν μινιμαλισμόν ὡς βάσιν τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρέσεων, τήν «Δήλωσιν τοῦ Τορόντο» τοῦ 1950, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν i) ὑπάρχουσιν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τῶν τειχῶν Αὐτῆς, ii) ὑπάρχει Ἐκκλησία εκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί iii) τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ περιεκτικώτερον ἔστιν ἤ τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας…

Ἡ Ὀρθόδοξη Εκκλησία εἶναι Οικουμενική, καί όχι οίκουμενιστική, καί γι’ αὐτόν τόν λόγο περιμένουμε ἀπό τά μέλη της νά έφαρμόζουν καί νά κηρύττουν τήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλη τήν κτίση, φέρνοντας πολλούς ἀνθρώπους στην Κιβωτό τῆς Σωτηρίας, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Μία, Αγία, Καθολική καί Ἀποστολική Εκκλησία, καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Γι’αὐτόν τόν λόγο ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τίς θέσεις όλων εκείνων, πού διδάσκουν καί ἐφαρμόζουν τις προαναφερθείσες αἱρέσεις, εἴτε διατυπωμένες σε πανορθόδοξες καί τοπικές συνόδους, είτε διακηρυγμένες από πατριάρχες, ἱεράρχες, ἱερεῖς, διακόνους, ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες, μοναχούς, μοναχές ή ἁπλούς πιστούς.

Επιπλήττουμε εκείνους πού δέν προσπαθοῦν νά διορθώσουν τούς ἀδελφούς τους, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στην οικουμενιστική πλάνη, υιοθετώντας μιά παθητική, εφησυχαστική καί σιωπηλή στάση, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βλέπει ὡς τό τρίτο εἶδος ἀθεΐας, μετά τόν ἀθεϊσμό καί τήν αἵρεση.

Ευχόμαστε ὑπέρ τῆς παρά τοῦ ἐν Τριάδι δοξαζομένου καί προσκυνουμένου Θεοῦ βοηθείας! Ἀμήν.

Show Comments (0)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Ιστορικό

We don’t spam! Read more in our privacy policy