Υπόμνημα σχετικά με το Νομοσχέδιο υπ’ αριθμ. 166/2025

Υπόμνημα σχετικά με το Νομοσχέδιο υπ’ αριθμ. 166/2025

3 μήνες ago

Θέση ενός ορθόδοξου αποτειχισμένου ιερέα για την απόσυρση ή αναδιατύπωση του Νομοσχεδίου υπ’ αριθμ. 166/2025

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ – 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025! 

Η ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ!

Ι. Εισαγωγή

Αξιότιμε/η Βουλευτά,
Ο υπογεγραμμένος, Μιχαήλ Νεγκρεάν, ορθόδοξος ιερέας σύμφωνα με τους Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επιθυμώ να εκφράσω τη βαθιά μου ανησυχία σχετικά με το Νομοσχέδιο υπ’ αριθμ. 166/2025, το οποίο αποσκοπεί στην τροποποίηση του Νόμου υπ’ αριθμ. 489/2006 περί θρησκευτικής ελευθερίας και γενικής κατάστασης των δογμάτων..
Η παρούσα παρέμβαση βασίζεται στα εξής:

  • Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
  • Στο Σύνταγμα της Ρουμανίας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το 2003
  • Στους Ιερούς Κανόνες της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΡΟΕ), αναγνωρισμένοι από το Καταστατικό της ΡΟΕ

ΙΙ. Νομικά επιχειρήματα

Οι νομοθετικές τροποποιήσεις που προτείνονται παραβιάζουν τις νομικές διατάξεις των εξής:

1. Της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ):
Άρθρο 9 – Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας:

  1. Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να αλλάζει θρησκεία ή πεποιθήσεις, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή ιδιωτικά, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας, της άσκησης και της τέλεσης των τελετουργιών.
  2.  Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μπορεί να υπόκειται μόνο σε περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και οι οποίοι, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίοι για την δημόσια ασφάλεια, την προστασία της τάξης, της υγείας, της δημόσιας ηθικής ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.

Το παραπάνω άρθρο διασφαλίζει την ελευθερία εκδήλωσης της πίστης σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, δημόσια ή ιδιωτικά, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας, των πρακτικών και των τελετουργιών, εφόσον τηρείται η δημόσια τάξη και η ηθική.

Αυτά τα δικαιώματα καταπατούνται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, ειδικά στο άρθρο 23, μέσω της τροποποίησης της παραγράφου (4), η οποία απαγορεύει την τέλεση θρησκευτικών τελετών από άτομα που επιλέγουν να διατηρήσουν ή να αλλάξουν την πίστη τους, ανεξαρτήτως της μορφής οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που κατέχουν ρόλο ηγέτη ή καθοδηγητή για πιστούς που τους αναγνωρίζουν.

Η ποινική αυτή τροποποίηση έπρεπε να λάβει υπόψη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων στις οποίες το Ρουμανικό κράτος κρίθηκε υπαίτιο. Τοιουτοτρόπως, στην υπόθεση Tothpal και Szabo κατά Ρουμανίας (2019), το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι όταν μια τοπική θρησκευτική κοινότητα συνεχίζει να αναγνωρίζει έναν ιερέα που έχει παυθεί ή καθαιρεθεί από την επίσημη ηγεσία, το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει υπέρ της επίσημης ηγεσίας για να τιμωρήσει ποινικά την διαφωνούσα ομάδα. Εφόσον η κοινότητα λειτουργεί βάσει του Ν. 489/2006 και θεωρεί αυτό το πρόσωπο ως πνευματικό ηγέτη, δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά για την τέλεση θρησκευτικών λειτουργιών.

Η νομοθεσία που περιορίζει θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η θρησκευτική ελευθερία, πρέπει να συμμορφώνεται με την αρχή της αναλογικότητας.
Έτσι, η  εν λόγω προτεινόμενη ρύθμιση δεν περνά το τεστ της αναλογικότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 53 του Συντάγματος της Ρουμανίας, σύμφωνα με το οποίο οι περιορισμοί δικαιωμάτων επιτρέπονται μόνο αν είναι:

  • Προβλεπόμενοι από νόμο
  • Αναγκαίοι σε δημοκρατική κοινωνία
  • Ανάλογοι προς την κατάσταση που τους προκάλεσε
  • Εφαρμοζόμενοι χωρίς διακρίσεις

Ελλείψει σαφών αιτιολογήσεων για την αναγκαιότητα των μέτρων αυτών, η χρήση της φράσης «χωρίς δικαίωμα» αποτελεί δυσανάλογο περιορισμό – φράση που απαντάται τόσο στο άρθρο 23 όσο και στο άρθρο 44, σε αντίθεση με τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 29, παρ. 1 και 2 του Συντάγματος.

Επιπλέον, στο άρθρο 44, παρ. 3, που εγκρίθηκε από τη Γερουσία, γίνεται αναφορά μόνο σε θρησκευτικές ενώσεις, αγνοώντας την ατομική ή ανεπίσημη κοινοτική πίστη, βάσει των εγκόσμιων νόμων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το άτομο έχει το δικαίωμα, ακόμη και να απορρίψει την πίστη του ή τη θρησκευτική ηγεσία. Παραδόξως, το προτεινόμενο νομοσχέδιο, λόγω ασάφειας στη διατύπωση, φαίνεται να ευνοεί εκείνους που έχουν εγκαταλείψει τις ενώσεις αυτές. Καταλήγουμε λοιπόν ότι αυτή η νομική πρωτοβουλία του κ. Βέξλερ στερείται θεμελίωσης και η νομοθετική πρόταση είναι αχρείαστη.

2. Το Σύνταγμα της Ρουμανίας, τροποποιημένο και συμπληρωμένο το 2003 – και παραθέτουμε:
Άρθρο 29: Ελευθερία της συνείδησης

(1) Η ελευθερία της σκέψης και των απόψεων, καθώς και η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δεν μπορούν να περιοριστούν με κανέναν τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να υιοθετήσει άποψη ή να προσχωρήσει σε θρησκευτική πίστη αντίθετη προς τις πεποιθήσεις του.

(2) Η ελευθερία της συνείδησης είναι εγγυημένη∙ πρέπει να εκδηλώνεται με πνεύμα ανεκτικότητας και αμοιβαίου σεβασμού.

(3) Τα θρησκευτικά δόγματα είναι ελεύθερα και οργανώνονται σύμφωνα με τα δικά τους καταστατικά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν το νόμο.

Κατά παραβίαση του άρθρου 29, παρ. (1) του Συντάγματος, η υπό συζήτηση νομοθετική πρόταση διατυπώνεται ως αποκλειστική άποψη των ηγετών των θρησκευτικών δογμάτων, περιορίζοντας την ελευθερία της συνείδησης, της σκέψης και της θρησκευτικής πίστης του ατόμου, εξαναγκάζοντάς το να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις του υπό τον φόβο αντιποίνων.

Απουσιάζει η ανεκτικότητα και ο αμοιβαίος σεβασμός τόσο από τον εισηγητή της πρότασης, όσο και από τον νομοθέτη που αποδέχθηκε αυτήν την καταχρηστική πρωτοβουλία για τον «εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου της θρησκευτικής ελευθερίας στη Ρουμανία» (απόσπασμα από την αιτιολόγηση του σχεδίου), παραβιάζοντας τις συνταγματικές διατάξεις των παρ. (2) και (3) του άρθρου 29.

Από το Άρθρο 30: Ελευθερία της έκφρασης – παραθέτουμε:

(1) Η ελευθερία έκφρασης των σκέψεων, των απόψεων ή των πεποιθήσεων και η ελευθερία των δημιουργιών κάθε είδους, προφορικά, γραπτά, μέσω εικόνων, ήχων ή με άλλα μέσα δημόσιας επικοινωνίας, είναι απαραβίαστες.

Στην παρ. (1) του άρθρου 30, ενισχύεται το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης των πεποιθήσεων μέσω δημόσιας επικοινωνίας. Επομένως, ακόμη και η θρησκευτική πίστη μπορεί να εκδηλώνεται δημόσια και όχι σε κατακόμβες υπό τον φόβο ποινικών κυρώσεων όπως προβλέπει η παρούσα νομοθετική πρόταση. Κατανοούμε ότι η ελευθερία αυτή δεν πρέπει να προσβάλλει τη δημόσια ασφάλεια, την τάξη, την υγεία ή τη δημόσια ηθική και πρέπει να προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων (βλ. ανωτέρω, άρθρο 9, παρ. 2 της ΕΣΔΑ).

3. Παραβίαση της καταστατικής αυτονομίας της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας

Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. (1) του Νόμου υπ’ αριθμ. 489/2006 για τη θρησκευτική ελευθερία και τη γενική κατάσταση των δογμάτων, κάθε αναγνωρισμένο από το κράτος δόγμα  απολαμβάνει δικαίωμα αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το δικό του καταστατικό και τους ιερούς κανόνες του. Η αυτονομία αυτή δεν είναι παραχώρηση, αλλά έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας που εγγυάται το Σύνταγμα της Ρουμανίας και οι διεθνείς συνθήκες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το υπό εξέταση νομοσχέδιο παραβιάζει άμεσα αυτή τη θεμελιώδη αρχή, επιβάλλοντας περιορισμούς και κυρώσεις που πλήττουν σοβαρά την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, κυρίως όσον αφορά στο δικαίωμα των ιερέων να ενεργούν σύμφωνα με τη θεολογική τους συνείδηση και τους κανόνες της Εκκλησίας. Ένα εύγλωττο παράδειγμα είναι οι διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις κατά ιερέων οι οποίοι, σύμφωνα με τον Κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (όπως αναλύεται στο κεφάλαιο III. Κανονική Τεκμηρίωση), διακόπτουν τη μνημόνευση του επισκόπου τους σε περιπτώσεις δημόσιας αίρεσης – όχι ως πράξη ανταρσίας, αλλά ως μέτρο προστασίας της ορθής πίστης.

Η νομοθετική αυτή παρέμβαση δεν παραβιάζει απλώς την καταστατική αυτονομία της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – που είναι νομικά και συνταγματικά κατοχυρωμένη – αλλά δημιουργεί και ένα επικίνδυνο προηγούμενο, στο οποίο το κράτος μετατρέπεται σε αυθεντία επί του περιεχομένου της πίστης και των κανονικών πρακτικών. Με τον τρόπο αυτό, υπερβαίνεται το νομικό πλαίσιο ενός θρησκευτικά ουδέτερου κράτους και οδηγούμαστε σε απαράδεκτη παρέμβαση στην εσωτερική ζωή ενός πλειοψηφικού δόγματος.

Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται ότι η Γερουσία ενέκρινε ένα παράνομο, διακριτικό και προκατειλημμένο νομοσχέδιο, με συγκεχυμένες διατυπώσεις και χωρίς νομική ακρίβεια. Ο επιλεκτικός και διακριτικός χαρακτήρας των προτεινόμενων διατάξεων εγείρει σοβαρές υποψίες ως προς τον πραγματικό σκοπό της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας. Είναι προφανές ότι ο στόχος της δεν είναι η προστασία της δημόσιας τάξης ή του κοινού καλού, αλλά η περιθωριοποίηση μιας αυθεντικής έκφρασης της Ορθόδοξης πίστης.

Είστε το αποφασιστικό Σώμα και είμαστε πεπεισμένοι ότι θα απορρίψετε αυτό το σχέδιο νομικού ερασιτεχνισμού.

III. Κανονική Τεκμηρίωση

1. Θεμελιωμένη κανονική θέση

Οι Ιεροί Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ:

  • κανονικών καθαιρέσεων (σε περιπτώσεις προσωπικών, ηθικών ή διοικητικών παραβάσεων)
  • και άκυρων, αντικανονικών καθαιρέσεων (όταν υπάρχει δικαιολογημένη διακοπή κοινωνίας με επισκόπους που κηρύττουν δημόσια αιρέσεις).

Ο Κανών 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (861), αναγνωρισμένος από τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, ορίζει:

«Οἱ γὰρ δι’ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.»

Αυτή η διάταξη παρέχει στους Ορθοδόξους ιερείς τη βάση να διακόψουν το μνημόσυνο επισκόπου σε περίπτωση αίρεσης χωρίς να τιμωρούνται — ούτε κανονικά, ούτε διοικητικά, ούτε νομικά.

2. Επιπτώσεις της Συνόδου της Κρήτης (2016)

Κατά τη Σύνοδο της Κρήτης (Ιουνίου 2016), η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία ενέκρινε έγγραφα που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις μεταξύ του κλήρου και των πιστών, καθώς θεωρήθηκαν επιζήμια για τη δογματική και κανονική ταυτότητα της Ορθοδοξίας.

Το έγγραφο «Οι Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπό Χριστιανικό κόσμο» περιλαμβάνει διατυπώσεις που αναγνωρίζουν άλλες ομολογίες ως «Εκκλησίες», γεγονός που έρχεται σε άμεση αντίθεση με την πατερική εκκλησιολογία και με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων ((κάθε Οικουμενική Σύνοδος επιβεβαίωσε και αναγνώρισε τις προηγούμενες συνόδους), οι οποίες επανειλημμένως διακήρυξαν την μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως Σώμα του Χριστού.

Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα είναι η αποδοχή των μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, υπό το πρόσχημα της «οικονομίας», παρότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητά από τον Κανόνα 72 της Πενθέκτης Συνόδου (692), ο οποίος δηλώνει ότι τέτοιος γάμος είναι άκυρος.
Η οικονομία δεν μπορεί να επικαλείται εκεί όπου η απαγόρευση είναι απόλυτη, δογματικά θεμελιωμένη και καθολικά επιβεβαιωμένη από την Πατερική Παράδοση. Η εφαρμογή οικονομίας σε αυτή την περίπτωση αντιβαίνει στους Ιερούς Κανόνες και οδηγεί σε εκκλησιολογικό σχετικισμό.

Επιπλέον, στη Σύνοδο της Κρήτης επιβεβαιώθηκε η προσκόλληση στη Διακήρυξη του Τορόντο (1950), βασικό έγγραφο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, το οποίο υποστηρίζει ότι η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει και εκτός των κανονικών ορίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή η εκκλησιολογική παραδοχή —ότι όλες οι κοινότητες που ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα μπορούν να θεωρηθούν κατά κάποιο τρόπο μέλη του Σώματος του Χριστού— αντιβαίνει στη δογματική και πατερική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, η οποία διακηρύσσει την αποκλειστικότητα και την πληρότητα της Χάριτος μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι Μία και Μοναδική. 

Ως εκ τούτου, πολλοί Ορθόδοξοι ιερείς —συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος— διέκοψαν το μνημόσυνο των επισκόπων τους που στήριξαν αυτές τις αποφάσεις, βάσει του Κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (861). Η διακοπή αυτή δεν συνιστά σχίσμα ούτε παρασυναγωγή, αλλά αποτελεί νόμιμη πράξη υπεράσπισης της πίστεως έναντι δημόσιας αιρέσεως, αναγνωρισμένη από τους Κανόνες και προστατευόμενη από το άρθρο 8 του Νόμου 489/2006. Η τιμωρία αυτών των ιερέων μέσω νομοθετικών διατάξεων ισοδυναμεί με αντισυνταγματική παρέμβαση στην εσωτερική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και με κατάργηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της συνείδησης, που προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες.

3. Θέσεις άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών σχετικά με τη “Σύνοδο της Κρήτης”

  • Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας απέρριψε ρητά τη Σύνοδο της Κρήτης, δηλώνοντας καθαρά ότι «δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, ούτε Πανορθόδοξη». Με τη θέση αυτή απορρίπτει κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί η Σύνοδος ως οικουμενική ή δεσμευτική.
  • Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες για διάφορες αμφίσημες ή προβληματικές διατυπώσεις των συνοδικών εγγράφων. Δεν αναγνωρίζει τη Σύνοδο της Κρήτης ως οικουμενική ούτε αποδέχεται την υποχρεωτική ισχύ των αποφάσεών της.
  • Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιοχείας δεν αναγνωρίζει τη Σύνοδο της Κρήτης, αρνούμενη να συμμετάσχει στη θεολογική και κανονική της επικύρωση. Η θέση της είναι σαφής: απορρίπτει τη Σύνοδο ως σημείο αναφοράς της Ορθοδόξου Πίστεως.
  • Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας δήλωσε ότι τα συνοδικά έγγραφα δεν αντικατοπτρίζουν τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και για αυτό δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Αυτό καταδεικνύει σαφή απόρριψη του περιεχομένου και του πνεύματος των εγγράφων της Κρήτης.

Μέσω αυτών των τοποθετήσεων, οι τέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες εκφράζουν την πίστη τους στην αυθεντική Ορθόδοξη Παράδοση και απορρίπτουν αυτό που θεωρούν εκκλησιολογικό σχετικισμό και παραποίηση της δογματικής αλήθειας. Ως εκ τούτου, καταγγέλλουν τη Σύνοδο της Κρήτης ως αποστασία από την Ορθόδοξη πίστη και αντιστέκονται στην αναγνώρισή της ως νόμιμης Συνόδου της καθολικής Ορθοδοξίας.

Πατέρες που καθαιρέθηκαν ή απομακρύνθηκαν καταχρηστικά για την αντίθεσή τους προς την επίσημη θέση της Ρουμανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας σχετικά με τη «Μεγάλη και Αγία Σύνοδο» της Κρήτης 2016:

Επισκοπή Καρανσέμπες

  • Π. Νεκτάριος Κισλάριου – σε αργία (2023)
  • Π. Λαυρέντιος Ιακώβ – σε αργία (2023)

Επισκοπή Σαλάζιου

  • Π. Μιχαήλ Νεγκρεάν – καθαιρέθηκε (2024)
  • Π. Μιχαήλ Κάντορ – καθαιρέθηκε (2017)

Επισκοπή Οραντέας

  • Π. Κοσμίν-Φλωρίν Τριπόν – καθαιρέθηκε (2017)

Αρχιεπισκοπή Σουτσεάβας και Ρανταούτσι

  • Ιεροδιάκονος Αντώνιος (Πετρούς) Καζάκου – καθαιρέθηκε (2017)

Αρχιεπισκοπή Ριμνίκου

  • Π. Γρηγόριος Σάντα – καθαιρέθηκε (2017)
  • Μοναχός Κυριάκος και αδελφός Βαλερικός – αποβλήθηκαν από το μοναχισμό (2017)

Επισκοπή Κοβάσνας και Χαργκίτας

  • Π. Κυπριανός Στάικου – καθαιρέθηκε (2017)
  • Ιερομόναχος Ονήσιμος-Αδριανός Μπάνου – καθαιρέθηκε, αποβλήθηκε από το μοναχισμό και του απαγορεύτηκε να φορά το μοναχικό σχήμα (2017)

Αρχιεπισκοπή Άλμπα Ιουλίας

  • Π. Ιωάννης Μίρον – καθαιρέθηκε (2017)

Επισκοπή Σλομποζίας και Καλαράσι

  • Π. Κλαούντιου Μπούζα – καθαιρέθηκε (2017)

Αρχιεπισκοπή Ιασίου

  • Ιερομόναχος Παμβώ Ζουγκανάρου – καθαιρέθηκε (2017)
  • Π. Ιωάννης Ουνγκουρεάνου – καθαιρέθηκε (2017)

Αρχιεπισκοπή Αράντ

  • Π. Κλεόπας Ζούρζ – σε αργία (2019)

Αρχιεπισκοπή Ρομάν και Μπακάου

  • Πρωτοσύγκελος Ελευθέριος (Ζανίκα) Ταρκούτσα – καθαιρέθηκε, αποβλήθηκε από το μοναχισμό και του απαγορεύτηκε να φορά το μοναχικό σχήμα (2018)

5. Συγκεκριμένα προβλήματα του νομοσχεδίου 166/2025

  • Αόριστη ποινικοποίηση της «άσκησης χωρίς δικαίωμα» θρησκευτικών καθηκόντων (άρθρα 23 και 44):
    Η διατύπωση εισάγει έναν αόριστο νομικό όρο που επιτρέπει αυθαίρετες ερμηνείες. Έτσι, κάθε άτομο ή κληρικός που λειτουργεί εκτός αναγνωρισμένης θρησκευτικής δομής κινδυνεύει με ποινικές κυρώσεις, παρόλο που ασκεί ελευθερίες εγγυημένες από το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 29 παρ. (1)-(3) του Συντάγματος. Η πρόβλεψη αυτή κινδυνεύει να μετατρέψει νόμιμες θρησκευτικές πράξεις σε αδικήματα.
  • Περιορισμός του κανονικού δικαιώματος ομολογίας πίστεως σε περίπτωση αίρεσης:

Ορθόδοξοι ιερείς που διέκοψαν το μνημόσυνο των επισκόπων για δογματικούς λόγους, σύμφωνα με τον Κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (861), εξισώνονται με πρόσωπα που ασκούν παρανόμως θρησκευτικά καθήκοντα. Η προσέγγιση αυτή παραβιάζει το Καταστατικό της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης.

  • Αδικαιολόγητος περιορισμός θρησκευτικών δραστηριοτήτων σε θρησκευτικές ενώσεις:
    Η πρόταση περιορίζει την ατομική και κοινοτική θρησκευτική ελευθερία, ιδίως εκείνων που αποκλείστηκαν καταχρηστικά από επίσημες δομές και επιλέγουν να συνεχίσουν θρησκευτική ζωή σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες. Αυτό παραβιάζει το άρθρο 8 του Νόμου 489/2006, που αναγνωρίζει τις θρησκευτικές ενώσεις ως νόμιμες μορφές έκφρασης πίστης.
  • Αποκλειστική ανάθεση του δικαιώματος αγιοκατάταξης σε κρατικά αναγνωρισμένες δομές:
    Το νομοσχέδιο εισάγει την ιδέα ότι μόνο τα αναγνωρισμένα από το κράτος θρησκευτικά δόγματα έχουν δικαίωμα αγιοκατάταξης, πράγμα που συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση του κράτους σε αυστηρά θεολογικό και κανονικό ζήτημα. Η αγιότητα δεν επικυρώνεται μέσω διοικητικών πράξεων, αλλά αναγνωρίζεται από ολόκληρη την Εκκλησία μέσω Συνόδων, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση.
  • Κίνδυνος στιγματισμού των αποτειχισμένων κληρικών:
    Οι ασαφείς και εύκολα παρερμηνεύσιμες διατυπώσεις του νομοσχεδίου δημιουργούν προϋποθέσεις για θρησκευτικές διώξεις υπό νομικό πρόσχημα. Στην πραγματικότητα, ενδέχεται να ποινικοποιηθεί η στάση εκείνων που υπερασπίζονται το Ορθόδοξο Δόγμα έναντι του θεολογικού μοντερνισμού ή του οικουμενισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποτείχιση δεν είναι σχίσμα ή παρασυναγωγή, αλλά πράξη συμβατή με τους Ιερούς Κανόνες.
  • Μη συμμόρφωση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ:
    Η ποινική ρύθμιση των θρησκευτικών δραστηριοτήτων οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην υπόθεση Tothpal και Szabo κατά Ρουμανίας (2019), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι όταν μια τοπική θρησκευτική κοινότητα εξακολουθεί να αναγνωρίζει ως ιερέα ένα άτομο που καθαιρέθηκε από την επίσημη ηγεσία του δόγματος, το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει υπέρ της επίσημης ηγεσίας για να ποινικοποιήσει τη διαφωνούσα ομάδα. Εφόσον η κοινότητα λειτουργεί σύμφωνα με τον Νόμο 489/2006 και θεωρεί τον λειτουργό ως πνευματικό της ηγέτη, αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής δίωξης για την άσκηση λατρευτικών καθηκόντων.

6. Συμπέρασμα

Με σεβασμό, ζητώ:

  • Την απόσυρση ή αναδιατύπωση του νομοσχεδίου 166/2025,
  • Την εξαίρεση οποιασδήποτε διάταξης που περιορίζει το δικαίωμα του Ορθοδόξου Κλήρου να τηρεί τους εν ισχύι Ιερούς Κανόνες
  • Τη νομική κατοχύρωση του κανονικού δικαιώματος αντιρρησίας σε περιπτώσεις αίρεσης

Με εκτίμηση,
Π. Μιχαήλ Νεγκρεάν

Ημερομηνία: 07.06.2025

Show Comments (0)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Ιστορικό

We don’t spam! Read more in our privacy policy